Κλητεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κλητεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intimação, citação, subpoena, de intimação, mandado
Κλητεύω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλητεύω

κλητεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλητεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κληρονομώ στα πορτογαλικά - inspirar, herde, herdar, aspirar, herdam, herdarão, herdar a, ...
  • κληρονόμος στα πορτογαλικά - descendente, sucessor, herdeiro, herdeira, o herdeiro, heir, herdeiros
  • κλικ στα πορτογαλικά - clique, clique em, Botão, click
  • κλιμάκωση στα πορτογαλικά - escama, abrasar, escalde, desenho, escala, escalada, escalonamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλητεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: intimação, citação, subpoena, de intimação, mandado