Ξιπασμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ξιπασμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vão, vaidoso, inútil, fútil, frívolo, aspirador, estéril, pretensioso, pretentious, pretensiosa, pretensiosos, presumido
Ξιπασμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξιπασμένος

ξιπασμένος έννοια, ξιπασμένος λεξικο, ξιπασμένος συνώνυμα, ξιπασμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξιπασμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ξηρότητα στα πορτογαλικά - aridez, secura, à secura, ressecamento, secagem
  • ξινός στα πορτογαλικά - arisco, ácido, azedo, acidez, brusco, Sour, amargo, ...
  • ξιφασκία στα πορτογαλικά - esgrima, cercas, Tipo de cerca, vedação, de esgrima
  • ξιφολόγχη στα πορτογαλικά - baioneta, de baioneta, tipo baioneta, da baioneta, bayonet
Τυχαίες λέξεις
Ξιπασμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vão, vaidoso, inútil, fútil, frívolo, aspirador, estéril, pretensioso, pretentious, pretensiosa, pretensiosos, presumido