Ξιπασμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: ξιπασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sterile, vanitoso, inutile, vano, pretenzioso, pretenziosa, pretenziosi, pretentious, presuntuoso
Ξιπασμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξιπασμένος

ξιπασμένος έννοια, ξιπασμένος λεξικο, ξιπασμένος συνώνυμα, ξιπασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ξιπασμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ξηρότητα στα ιταλικά - secchezza, siccità, aridità, secco, la secchezza
  • ξινός στα ιταλικά - acido, acerbo, aspro, agro, Sour, acida
  • ξιφασκία στα ιταλικά - scherma, recinzione, Tipo recintato, recinzioni, di scherma
  • ξιφολόγχη στα ιταλικά - baionetta, a baionetta, della baionetta, bayonet
Τυχαίες λέξεις
Ξιπασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sterile, vanitoso, inutile, vano, pretenzioso, pretenziosa, pretenziosi, pretentious, presuntuoso