Παρακώλυση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: παρακώλυση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obstáculo, obstrução, a obstrução, obstrução de, de obstrução, obstrução da
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρακώλυση
παρακώλυση λειτουργίας σχολείου, παρακώλυση χρήσης γειτονικών ιδιοκτησιών, παρακώλυση συνωνυμα, παρακώλυση λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, παρακώλυση συνωνυμο, παρακώλυση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παρακώλυση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- παρακρατώ στα πορτογαλικά - reservar, vulgar, guardar, raça, provisão, casta, sortir, ...
- παρακωλύω στα πορτογαλικά - interceptar, incomodar, importunar, prender, entupir, tapar, barrar, ...
- παραλέω στα πορτογαλικά - exagerar, agigantar, justamente, descompassar, paraleo
- παραλήπτης στα πορτογαλικά - receita, receptor, destinatário, beneficiário, recipiente, beneficiária
Τυχαίες λέξεις
Παρακώλυση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: obstáculo, obstrução, a obstrução, obstrução de, de obstrução, obstrução da
Μεταφράσεις: obstáculo, obstrução, a obstrução, obstrução de, de obstrução, obstrução da