Principal στα ελληνικά

Μετάφραση: principal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύριος, ηγούμαι, αφεντικό, κυριότερος, σημαντικός, ταγματάρχης, κεφάλι, πλειονότητα, ηγετικός, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
Principal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • primo στα ελληνικά - εξάδελφος, ξάδερφος, εξαδέλφη, ξάδελφος, ξάδελφό
  • princesa στα ελληνικά - αρχή, πριγκίπισσα, Princess, πριγκίπισσας, πριγκήπισσα, βασιλοπούλα
  • principalmente στα ελληνικά - ιδίως, διατηρώ, ειδικά, διατείνομαι, υποστηρίζω, κυρίως, κύριο λόγο, ...
  • princípio στα ελληνικά - πρώτος, εμπριμέ, αποφασίζω, ξεκινώ, βασιλεύω, τυπώνω, αρχίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Principal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύριος, ηγούμαι, αφεντικό, κυριότερος, σημαντικός, ταγματάρχης, κεφάλι, πλειονότητα, ηγετικός, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες