Προσχώρηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προσχώρηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσχώρηση
προσχώρηση λεξικο, προσχώρηση της εε στην εσδα, προσχώρηση εε στην εσδα, προσχώρηση πρόταση, προσχώρηση wiki, προσχώρηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσχώρηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προσχωρώ στα πορτογαλικά - afiliar, sucursal, filial, aderir, aceder, adesão, aderirem, ...
- προσχώνω στα πορτογαλικά - conduta, depósito, sedimento, sedimentos, consignar, comportamento, depositar, ...
- προσωπείο στα πορτογαλικά - maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar
- προσωπικά στα πορτογαλικά - pessoalmente, pessoal
Τυχαίες λέξεις
Προσχώρηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
Μεταφράσεις: ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão