Ράθυμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ράθυμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indolência, a indolência, indolence, preguiça, ociosidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ράθυμος
ράθυμος ετυμολογια, ράθυμος λεξικο, ράθυμος σημασια, ράθυμοσ ορισμόσ, ράθυμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ράθυμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ράγισμα στα πορτογαλικά - quebrar, rachadura, rachar, partir, craqueamento, rachando, fissuração, ...
- ράδιο στα πορτογαλικά - rádio, radical, de rádio, radio, o rádio
- ράμπα στα πορτογαλικά - rampa, ramp, rampa de, de rampa, da rampa
- ράμφος στα πορτογαλικά - bico, circular, conta, edital, papeleta, bilhete, factura, ...
Τυχαίες λέξεις
Ράθυμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: indolência, a indolência, indolence, preguiça, ociosidade
Μεταφράσεις: indolência, a indolência, indolence, preguiça, ociosidade