Ρίζα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ρίζα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
procedência, fonte, origem, raiz, galo, manancial, nascente, de raiz, raízes, radicular, da raiz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρίζα
ρίζα στο excel, ρίζα τζίντζερ, ρίζα μαθηματικά, ρίζα στην πρίζα, ρίζα θησείο, ρίζα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ρίζα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ρίγανη στα πορτογαλικά - orégano, oregano, orégãos, de orégano, orégão
- ρίγος στα πορτογαλικά - frio, arrepio, calafrio, tremor, tremer, estremecimento
- ρίξιμο στα πορτογαλικά - fundir, jeito, feitio, forma, arremesso, molde, jogando, ...
- ρίχνομαι στα πορτογαλικά - arremessar, lance, hurl, arremesse, arremesso
Τυχαίες λέξεις
Ρίζα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: procedência, fonte, origem, raiz, galo, manancial, nascente, de raiz, raízes, radicular, da raiz
Μεταφράσεις: procedência, fonte, origem, raiz, galo, manancial, nascente, de raiz, raízes, radicular, da raiz