Ρίζα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρίζα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorvader, aanslaan, oorsprong, kwel, welput, afkomst, herkomst, stam, bron, wortel, Startpersoon, Root, Winkelwagen Geld, hoofdmap
Ρίζα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρίζα

ρίζα στο excel, ρίζα τζίντζερ, ρίζα μαθηματικά, ρίζα στην πρίζα, ρίζα θησείο, ρίζα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρίζα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρίγανη στα ολλανδικά - oregano, orego, de oregano
  • ρίγος στα ολλανδικά - koud, bekoelen, koel, kil, rilling, huivering, rillen, ...
  • ρίξιμο στα ολλανδικά - vorm, gooi, afgietsel, gedaante, worp, gooien, Throwing, ...
  • ρίχνομαι στα ολλανδικά - smijten, slingeren, Hurl, slinger, werpen
Τυχαίες λέξεις
Ρίζα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voorvader, aanslaan, oorsprong, kwel, welput, afkomst, herkomst, stam, bron, wortel, Startpersoon, Root, Winkelwagen Geld, hoofdmap