Σβέρκος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σβέρκος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
necessidade, pescoço, garganta, nuca, scruff, cangote, cachaço
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σβέρκος
ο σβέρκος, σβέρκος συνώνυμα, σβέρκος ανδρέας, νίκοσ σβέρκοσ, σβέρκοσ ηλίασ, σβέρκος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σβέρκος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σβέλτα στα πορτογαλικά - elegantemente, nattily
- σβέλτος στα πορτογαλικά - animado, vivo, jeitoso, alerta, hábil, ágil, lissome
- σβήνω στα πορτογαλικά - extinguir, apagar, externo, queimar, queimam, burn out
- σβελτάδα στα πορτογαλικά - agilidade, desenvoltura, nimbleness, destreza, ligeireza
Τυχαίες λέξεις
Σβέρκος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: necessidade, pescoço, garganta, nuca, scruff, cangote, cachaço
Μεταφράσεις: necessidade, pescoço, garganta, nuca, scruff, cangote, cachaço