Συγκατάθεση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συγκατάθεση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convenção, ajuste, assentir, tratados, consentir, acordo, anuir, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento
Συγκατάθεση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκατάθεση

συγκατάθεση αγγλικά, συγκατάθεση γονέων, συγκατάθεση ασθενή, συγκατάθεση συνώνυμο, συγκατάθεση αντώνυμο, συγκατάθεση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκατάθεση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συγκίνηση στα πορτογαλικά - electrizar, emoção, emoções, a emoção, sentimento, comoção
  • συγκαλώ στα πορτογαλικά - aprazar, convocar, reunir, convocará, convocação, convoque
  • συγκατανεύω στα πορτογαλικά - concordar, consentimento, sygkatanefo
  • συγκεκριμένα στα πορτογαλικά - especificamente, especialmente, específica, concretamente
Τυχαίες λέξεις
Συγκατάθεση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: convenção, ajuste, assentir, tratados, consentir, acordo, anuir, consentimento, autorização, o consentimento, aprovação, de consentimento