Συζητήσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συζητήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rebaixar, discutível, discutíveis, questionável, debatível
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συζητήσιμος
συζητήσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συζητήσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγχώρηση στα πορτογαλικά - escusar, indultar, dividir, desculpar, partir, perdoar, perdão, ...
- συζήτηση στα πορτογαλικά - discutível, debate, discuta, debater, discussão, conversa, discussões, ...
- συζητώ στα πορτογαλικά - discutir, discriminação, discuta, debater, discutem, discussão
- συκοφαντία στα πορτογαλικά - difamação, calúnia, caluniar, calúnias, injúria
Τυχαίες λέξεις
Συζητήσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rebaixar, discutível, discutíveis, questionável, debatível
Μεταφράσεις: rebaixar, discutível, discutíveis, questionável, debatível