Λέξη: επιδεικτικός
Σχετικές λέξεις: επιδεικτικός
επιτακτικός λόγος, επιδεικτικός συνώνυμο
Συνώνυμα: επιδεικτικός
χνουδωτός, φανταχτερός, αριστοκρατικός, τολμηρός, ορμητικός, γεμάτος ζωντάνια, ζωηρός, φλογώδης, επιτηδευμένος, επίπλαστος, πορνικός
Μεταφράσεις: επιδεικτικός
επιδεικτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ostentatious, susceptible, showy, flamboyant, flossy, garish
επιδεικτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
susceptible, impresionable, ostentoso, llamativo, vistosa, vistoso, llamativa, vistosas
επιδεικτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ostentativ, prahlerisch, demonstrativ, empfänglich, anfällig, protzend, protzig, auffällig, auffallend, auffällige, auffälligen
επιδεικτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
passible, survivant, ostensible, ostentatoire, rescapé, sensible, impressionnable, voyant, criard, voyantes, voyante
επιδεικτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suscettibile, ostentato, appariscente, vistoso, vistosa, vistosi, vistose
επιδεικτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vistoso, showy, vistosa, vistosas, chamativo
επιδεικτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzichtig, opzichtige, showy, opvallend, opvallende
επιδεικτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обидный, влюбчивый, претенциозный, нарочитый, впечатлительный, восприимчивый, поддающийся, оскорбительный, показной, обидчивый, эффектный, эффектным, эффектное, эффектной
επιδεικτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prangende, iøynefallende, showy, gloret
επιδεικτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mottaglig, showy, prålig, pråligt, skrytsamma, pråliga
επιδεικτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
altis, herkkä, pröystäilevä, vastustuskyvytön, vastaanottava, näyttävä, showy, näyttäviä, näyttävän, näyttävää
επιδεικτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prangende, pralende
επιδεικτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
citlivý, okázalý, ostentativní, vnímavý, nápadný, nápadné, efektní, okázalé
επιδεικτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
manifestacyjny, drażliwy, ostentacyjny, podatny, demonstracyjny, czuły, obraźliwy, wrażliwy, efektowny, efekciarski, pretensjonalny, krzykliwy, paradny
επιδεικτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajlamos, hivalkodó, képes, mutatós, tetszetős, showy
επιδεικτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gösterişli, cafcaflı, gösterişli bir, showy, fiyakalı
επιδεικτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
показний, вразливий, претензійний, сприйнятливий, дошкульний, чутливий, ефектний
επιδεικτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që bie në sy, bie në sy, tërheqës, që bie, që bie në
επιδεικτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
панаирджийски, ефектен, претенциозен, ярък, показен
επιδεικτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эфектны, эффектный, эфектную, эфектыўны, эфектная
επιδεικτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealiskaudne, peenutsev, aldis, suurejooneline, efektne, uhkeldav, toretsev, Kajastuma, paraadlikest
επιδεικτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
javan, osjetljiv, prividan, očit, prijemčiv, tobožnji, upadljiv, sjajan, razmetljiv, bujan, drečeći
επιδεικτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
showy, stórkarlalega
επιδεικτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
efektingas, spalvingas, krintantis į akis, Efekciarski, neskoningas
επιδεικτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
košs, efektīgs
επιδεικτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претенциозен, ефектен, луксузни
επιδεικτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arătos, aspectuos, showy, spectacular, aspectuoase
επιδεικτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Upadljiv, Razmetljiv, Drečeći, Raskošan
επιδεικτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
citlivý, okázalý, nápadný, zarážajúce, zreteľný, pozoruhodný
Τυχαίες λέξεις