Συνεπαίρνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνεπαίρνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
voltar, transporte, excita, emociona, entusiasma, empolga, excite
Συνεπαίρνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεπαίρνω

συνεπαίρνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεπαίρνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνεπάγομαι στα πορτογαλικά - implicar, sugerir, significar, implica, implicam
  • συνεπής στα πορτογαλικά - relevância, seguro, consistente, são, coerente, consistentes, coerentes, ...
  • συνεπώς στα πορτογαλικά - consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte
  • συνεργάζομαι στα πορτογαλικά - cooperar, coopere, colaborar, colaboram, colaboração, colabore, colaborem
Τυχαίες λέξεις
Συνεπαίρνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: voltar, transporte, excita, emociona, entusiasma, empolga, excite