Υπάρχοντα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: υπάρχοντα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pertences, bens, objetos, os pertences, objectos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπάρχοντα
τα υπάρχοντα, υπάρχοντα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπάρχοντα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- υπάκουος στα πορτογαλικά - obediente, obedientes, obedient, obediência, obedecer
- υπάλληλος στα πορτογαλικά - caixeiro, empregado, funcionário, trabalhador, funcionários, do empregado
- υπάρχω στα πορτογαλικά - haver, estar, exilar, existir, existem, existe, existam, ...
- υπέρβαρος στα πορτογαλικά - excesso de peso, sobrepeso, acima do peso, com sobrepeso, overweight
Τυχαίες λέξεις
Υπάρχοντα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pertences, bens, objetos, os pertences, objectos
Μεταφράσεις: pertences, bens, objetos, os pertences, objectos