Χονδροειδής στα πορτογαλικά

Μετάφραση: χονδροειδής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cru, tosco, agreste, bronco, rude, grosseiro, petróleo, arlequinada, pastelão, palhaçada, slapstick, palhaço
Χονδροειδής στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χονδροειδής

χονδροειδής ζωοτροφές, χονδροειδής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χονδροειδής στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • χοιροστάσιο στα πορτογαλικά - resistente, estábulo, chiqueiro, pocilga, pigsty
  • χολή στα πορτογαλικά - baile, atingir, ganhar, bílis, ganho, bile, biliar, ...
  • χοντρός στα πορτογαλικά - encorpado, castiço, fértil, grosso, fecundo, espesso, prender, ...
  • χορήγηση στα πορτογαλικά - abastecimento, abastecer, sortir, provisão, ministrar, dar, entregar, ...
Τυχαίες λέξεις
Χονδροειδής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cru, tosco, agreste, bronco, rude, grosseiro, petróleo, arlequinada, pastelão, palhaçada, slapstick, palhaço