Ψάρι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ψάρι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peixes, apelido, pescar, peixe, animal, de peixe, de peixes, dos peixes
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψάρι
ψάρι στη γάστρα, ψάρι στο φούρνο, ψάρι γλαύκος, ψάρι θερμίδες, ψάρι ψητό, ψάρι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ψάρι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χώρα στα πορτογαλικά - povo, nação, país, área, campo, gente, terra, ...
- χώρος στα πορτογαλικά - espaço, sala, quarto, câmara, porca, cobrir, telhado, ...
- ψάχνω στα πορτογαλικά - semente, buscar, busca, experimentar, ensaiar, provar, investigar, ...
- ψέγω στα πορτογαλικά - censurar, xingar, inveigh, xingar com, injuriar
Τυχαίες λέξεις
Ψάρι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: peixes, apelido, pescar, peixe, animal, de peixe, de peixes, dos peixes
Μεταφράσεις: peixes, apelido, pescar, peixe, animal, de peixe, de peixes, dos peixes