Θερμοκήπιο στα ρωσικά
Μετάφραση: θερμοκήπιο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
теплица, оранжерея, лесопитомник, парниковых, парникового, парниковый
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θερμοκήπιο
θερμοκήπιο κόστος, θερμοκήπιο 18 τετραγωνικών, θερμοκήπιο ιστορική εξέλιξη, θερμοκήπιο κατασκευή, θερμοκήπιο κήπου, θερμοκήπιο λεξικό γλώσσας ρωσικά, θερμοκήπιο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- θερμαίνω στα ρωσικά - нагревать, гнев, протапливать, зной, обогревать, согреть, истопить, ...
- θερμικός στα ρωσικά - горячий, термический, калорический, теплотворный, тепловой, термальный, тепловая, ...
- θερμοκοιτίδα στα ρωσικά - инкубатор, инкубатора, инкубаторе, инкубатором
- θερμοκρασία στα ρωσικά - температура, температуры, температуру, температуре, температур
Τυχαίες λέξεις
Θερμοκήπιο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: теплица, оранжерея, лесопитомник, парниковых, парникового, парниковый
Μεταφράσεις: теплица, оранжерея, лесопитомник, парниковых, парникового, парниковый