Δεσμευτικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δεσμευτικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обврзувачки, врзување, обврзувачка, врзувањето, им
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμευτικός
δεσμευτικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δεσμευτικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δερμάτινος στα σλαβομακεδονικά - кожата, во кожа, со кожа, кожа, во кожени, во кожените
- δεσμίδα στα σλαβομακεδονικά - снопот, зенкеровам, аркот
- δεσμεύω στα σλαβομακεδονικά - fetter
- δεσμοφύλακας στα σλαβομακεδονικά - чувар, Чуварот на затворот, затворски чувар, Чуварот на затворот во
Τυχαίες λέξεις
Δεσμευτικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: обврзувачки, врзување, обврзувачка, врзувањето, им
Μεταφράσεις: обврзувачки, врзување, обврзувачка, врзувањето, им