Πανοπλία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πανοπλία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оклоп, оклопот, оклопи, оружјето, оружје
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πανοπλία
βυζαντινή πανοπλία, πανοπλία δογματική, πανοπλία ονειροκρίτης, πανοπλία του χριστιανού, μεσαιωνική πανοπλία, πανοπλία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πανοπλία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πανικός στα σλαβομακεδονικά - паника, паниката, на паника, панично
- πανομοιότυπο στα σλαβομακεδονικά - реплика, репликата, копија, копијата
- πανοσιολογιότατος στα σλαβομακεδονικά - panosiologiotatos
- πανουργία στα σλαβομακεδονικά - лукавство
Τυχαίες λέξεις
Πανοπλία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: оклоп, оклопот, оклопи, оружјето, оружје
Μεταφράσεις: оклоп, оклопот, оклопи, оружјето, оружје