Λέξη: ρωμαλέος

Σχετικές λέξεις: ρωμαλέος

ρωμαλέος συνώνυμα

Συνώνυμα: ρωμαλέος

μεγαλόσωμος, βραχνός, εύρωστος, σφρίγων, δυνατός, μυώδης, εγκάρδιος, ειλικρινής, εύσωμος, νευρώδης, ισχυρός, γερός, σθεναρός, στερεός, κοπτερός, κοφτερός, γεναίος

Μεταφράσεις: ρωμαλέος

ρωμαλέος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sturdy, robust, vigorous, brawny, lusty, hearty

ρωμαλέος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fuerte, sólido, robusto, vigoroso, fornido, musculoso, brawny, musculosa, musculosos

ρωμαλέος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
energisch, widerstandsfähig, drall, stabil, stämmig, kräftig, stark, waden, fest, bullig, bullige, brawny, muskulösen, bulligen

ρωμαλέος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vivace, grand, ferme, solide, robuste, vital, gaillard, fort, énergique, costaud, consistant, truculent, tenace, vigoureux, gros, corsé, musculeux, musclé, musclés

ρωμαλέος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vigoroso, energico, valido, gagliardo, robusto, saldo, forte, muscoloso, brawny, muscolosa, forzuto

ρωμαλέος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
seguro, abismar, forte, rijo, resistente, sólido, são, vigília, musculoso, brawny, vigoroso, musculosa

ρωμαλέος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterk, fors, hecht, robuust, struis, stevig, stoer, ferm, potig, krachtig, gespierd, gespierde, brawny, de gespierde

ρωμαλέος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отважный, ядреный, решительный, сильный, шумный, мощный, грубоватый, двужильный, бодрый, темпераментный, твердый, здоровенный, здравый, здоровый, забористый, энергичный, мускулистый, мускулистые, мускулистая, мускулистым, мускулистое

ρωμαλέος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kraftig, sterk, robust, brawny

ρωμαλέος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fast, kraftig, brawny, muskulös

ρωμαλέος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukkea, roima, tukeva, terhakka, kookas, tuhti, vahva, vanttera, tanakka, roteva, voimakas, vireä, lihaksikas, brawny, Järeän

ρωμαλέος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fast, muskuløs, brawny, muskuløse

ρωμαλέος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
energický, zdatný, hřmotný, bujarý, houževnatý, silný, vitální, statný, velký, rázný, živý, nezlomný, pevný, svalnatý, podsaditý, svalnatého

ρωμαλέος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zamaszysty, solidny, rosły, żywotny, silny, energiczny, żwawy, czerstwy, żelazny, krzepki, rubaszny, zdrowy, mocny, dorodny, muskularny, brawny, krzepkie

ρωμαλέος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
izmos, az izmos, fejlett izomzatú

ρωμαλέος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetli, güçlü, kaslı, brawny, kasli, adaleli

ρωμαλέος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грабує, стійкий, дужий, міцний, здоровий, енергійний, сильний, м'язистий, мускулистий, мускулястий, мускулістий

ρωμαλέος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fortë, i fortë, muskulor

ρωμαλέος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
як, мускулест, якото, атлетичен

ρωμαλέος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, мускулісты

ρωμαλέος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigkasu, jõuline, visa, paindumatu, tugev, viimistletud, tarmukas, lihaseline, Tugev, Lihaksikas

ρωμαλέος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
robusne, uporan, jedar, robusni, krupan, otporan, snažan, zdrav, čvrst, bodar, mišićav

ρωμαλέος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
traustur, brawny

ρωμαλέος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
strenuus, fortis, robustus, validus

ρωμαλέος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raumeningas, Raumeningų, raumeningu, Stiprus, brawny

ρωμαλέος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muskuļains

ρωμαλέος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мускулест

ρωμαλέος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
voinic, viguros, musculos, muschiuloasa, puternicului, vânjos

ρωμαλέος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
robustní, Mišičen, mišičast

ρωμαλέος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
energický, odolný, silný, pevný, robustní, svalnatý
Τυχαίες λέξεις