Ανίσχυρος στα σλοβενικά

Μετάφραση: ανίσχυρος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slab, krhek, šibek, nemočni, nemočne, nemočna, nemoči, brez moči
Ανίσχυρος στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανίσχυρος

ανίσχυρος άγγελος μάνος κοντολέων, ανίσχυρος άγγελος, ανίσχυρος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, ανίσχυρος στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ανήφορος στα σλοβενικά - vzpon, vzpenjanje, vzpenjanja, vzponu, vzpenjati
  • ανίκανος στα σλοβενικά - nekompetentní, nesposobni, nesposoben, nesposobnega, nesposobna, nesposobne
  • ανίχνευση στα σλοβενικά - odkrivanje, zaznavanje, odkrivanja, detekcija, zaznavanja
  • αναίδεια στα σλοβενικά - cockiness
Τυχαίες λέξεις
Ανίσχυρος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: slab, krhek, šibek, nemočni, nemočne, nemočna, nemoči, brez moči