Αυλητής στα σουηδικά
Μετάφραση: αυλητής, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
piper, pipblåsare, pipblåsaren, Pipers
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλητής
αθλητής στα αγγλικά, αυλητής της κέρου, αυλητήσ του χάμελιν, αυλητής κέρου, αυλητής και παππουλάνθρωπος, αυλητής λεξικό γλώσσας σουηδικά, αυλητής στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αυλαία στα σουηδικά - gardin, ridå, förhänge, gardinen, ridån
- αυλακώνω στα σουηδικά - ränna, räffla, fåra, Plogfåran, fåran, Furrow, tilt
- αυλικός στα σουηδικά - hovman, hovmannen, hofman, hofmannen
- αυλόπορτα στα σουηδικά - port, grind, gate, grinden, porten
Τυχαίες λέξεις
Αυλητής στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: piper, pipblåsare, pipblåsaren, Pipers
Μεταφράσεις: piper, pipblåsare, pipblåsaren, Pipers