Βουρτσίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: βουρτσίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borsta, borste, pensel, borsten, borst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βουρτσίζω
βουρτσίζω στα αγγλικα, βουρτσίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, βουρτσίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- βουνό στα σουηδικά - fjäll, berg, berget, landskap, bergs, annat landskap
- βουρκωμένος στα σουηδικά - dimmiga, misty, dimmig, dimmigt, disigt
- βουτώ στα σουηδικά - knipa, doppa, stjäla, dyka, submerse, Doppa, doppas
- βούλα στα σουηδικά - tjur, plats, fläck, sigill, lacka, ställe, säl, ...
Τυχαίες λέξεις
Βουρτσίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: borsta, borste, pensel, borsten, borst
Μεταφράσεις: borsta, borste, pensel, borsten, borst