Λέξη: μακάβριος
Σχετικές λέξεις: μακάβριος
μακάβριος χορός, μακάβριος ετυμολογία, μακάβριος συνώνυμα
Συνώνυμα: μακάβριος
φλογερός, ζωηρός, εντυπωτυκός, νεκρικός, θανατικός, θανάσιμος
Μεταφράσεις: μακάβριος
μακάβριος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grisly, lurid, macabre, deathly, grim
μακάβριος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pavoroso, horrible, horroroso, espeluznante, espeluznantes, escabrosa, chillón, lurid
μακάβριος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grell, grässlich, schrecklich, reißerisch, lurid, grellen, reißerische
μακάβριος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aigu, effroyable, acéré, terrible, effrayant, rude, formidable, abominable, âcre, atroce, affreux, morne, macabre, épouvantable, horrible, criard, sinistre, blafarde
μακάβριος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orribile, orrendo, livido, fosco, lurida, lurid, lurido
μακάβριος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lúgubre, sinistro, escabroso, lurid, lúrido
μακάβριος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgrijselijk, doordringend, afschuwelijk, eng, bijtend, griezelig, guur, fel, luguber, lugubere, lurid, spookachtig
μακάβριος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
огненный, мертвенно-бледный, страшный, грозовой, зловещий, грязновато-коричневый, сенсационный, трагический, скверный, пылающий, ужасный, мрачный, бурый, аляповатый, зловещие
μακάβριος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uhyggelig, glødende, glorete, uhyggelige, lurid
μακάβριος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förskräcklig, ohygglig, lurid, spöklik, skrämmande, kusligt, färgsprakande
μακάβριος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaamea, terävä, kauhea, karmea, lurid, karmeassa, räikeä
μακάβριος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skumle, lummer, glødende, lurid, makabert
μακάβριος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odporný, hrozný, děsný, příšerný, hrůzný, strašný, ponurý, lurid, šokující, smrtelně bledý
μακάβριος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
makabryczny, ponury, okropny, upiorny, trupi, niesamowity, sensacyjny, lurid
μακάβριος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szenzációhajhászó, végletes, rikító színű, kísérteties, rikító, komor, vöröses
μακάβριος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
korkunç, dehşetli, lurid, dehşet verici, kızıl renkli
μακάβριος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жахливий, спокуси, кепський, блідий
μακάβριος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zbetë, zbetë, sensacional, tmerrues, i përflakur
μακάβριος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потресаващ, сензационен, ярък, ужасен, зловещ
μακάβριος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мярцвяна, змярцвела, мёртва, смяротна, мярцвяны
μακάβριος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õõvaetav, kaame, õudne, võigas, hõõguvpunane, Karmea, Kaamea, tontlikult kahvatu
μακάβριος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
užasan, strašan, jeziv, grozan, samrtnički blijed
μακάβριος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lurid
μακάβριος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tragiškas, Draudošs, išblyškęs, Mirtinai blady, baisus
μακάβριος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
traģisks, drausmīgs, draudošs, līķa bāls
μακάβριος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сензационен
μακάβριος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sângeriu, de foc, lurid, lugubru, prevestitor de furtună
μακάβριος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šokantne, Awful
μακάβριος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chmúrny, strašlivý, krikľavý, senzační, hrozný, děsný, hroznééé, hrozné, strašný
Τυχαίες λέξεις