Μεταρρύθμιση στα σουηδικά
Μετάφραση: μεταρρύθμιση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reform, reformera, reformen, reformer, reformering
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεταρρύθμιση
μεταρρύθμιση αντιμεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση περιοδικό, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, μεταρρύθμιση συνωνυμο, μεταρρύθμιση λεξικο, μεταρρύθμιση λεξικό γλώσσας σουηδικά, μεταρρύθμιση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μεταπείθω στα σουηδικά - dissuasion, avrådande, avskräckande syfte, avråda, avskräcknings
- μεταρρυθμίζω στα σουηδικά - reform, reformera, metarrythmizo
- μεταρσίωση στα σουηδικά - metarsiosi
- μεταρσιωμένος στα σουηδικά - upphöjd, upphöjda, exalterad, upphöjt, exalterade
Τυχαίες λέξεις
Μεταρρύθμιση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: reform, reformera, reformen, reformer, reformering
Μεταφράσεις: reform, reformera, reformen, reformer, reformering