Λέξη: πέδιλο

Σχετικές λέξεις: πέδιλο

elenross πέδιλο, μαύρο πέδιλο, χρυσό πέδιλο, πέδιλο sante, νυφικό πέδιλο, πέδιλο με κάλτσα, πέδιλο ετυμολογία, ανδρικό πέδιλο, λευκό πέδιλο, παιδικό πέδιλο

Συνώνυμα: πέδιλο

παπούτσι, υπόδημα, πέταλο, σανδάλι, σανδάλιο

Μεταφράσεις: πέδιλο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sandal, shoe, pad, lug, flange
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abarca, sandalia, zapato, zapata, de zapatos, del zapato, zapato de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sandale, Schuh, Schuhe, Schuhs
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sandale, chaussure, chaussures, sabot, patin, la chaussure
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sandalo, scarpa, scarpe, pattino, di scarpe, calzatura
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sandália, alpercata, sapato, sapata, calçado, da sapata, shoe
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sandaal, schoen, schoenen, shoe, schoen van, de schoen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сандалия, босоножка, сандал, ремешок, обувной, Чистка, обуви, ботинок, башмак
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sko, skoen, shoe
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sko, skon, skor, shoe
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kenkä, kengän, shoe, kengät, kenkien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sandal, sko, skoen, shoe, fodtøj
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sandál, bota, Čištění, bot, boty, obuv
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sandał, trepek, but, obuwniczy, bucik, ślizg, buty
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szandál, bocskor, cipő, cipőt, a cipő, shoe, lábbeli
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandal, ayakkabı, ayakkabısı, Shoe, pabucu, bir ayakkabı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сандалія, сандаля, ремінець, взуттєвої, взуттєвий, взуттєвій, взуттєвою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këpucë, këpucëve, këpucësh, e këpucëve, të këpucëve
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абутковай, абутковы, обувной
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sandaal, king, shoe, kinga, jalatsi, kingad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sandala, cipela, cipele, cipela u, za cipele, shoe
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skór, Shoe, skó, Skórinn, skónum
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sandalium
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sandalas, batas, Batų, avalynės, Shoe, trinkelės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sandale, kurpe, apavu, shoe, kurpju, kurpes
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чевли, чевел, чевелот, обувки, на чевли
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pantof, pantofi, de pantofi, încălțăminte, de încălțăminte
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sandál, čevelj, čevlje, obutve, čevlja, shoe
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sandál, topánka, obuv, topánky, bota
Τυχαίες λέξεις