Νταμάρι στα σουηδικά
Μετάφραση: νταμάρι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rov, byte, stenbrott, stenbrottet, brottet, quarry, brott
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νταμάρι
φαιό νταμάρι, νταμάρι βικιπαιδεια, νταμάρι περιστερίου, νταμάρι βριλησσίων, νταμάρι ετυμολογία, νταμάρι λεξικό γλώσσας σουηδικά, νταμάρι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- νταής στα σουηδικά - översittare, mobbaren, bully, mobbare, mobba
- νταλίκα στα σουηδικά - släpvagn, Kärra, släpvagnen, trailern, traileren
- νταραβέρι στα σουηδικά - ntaraveri
- ντεμοντέ στα σουηδικά - gammaldags, gammalmodig, gammalmodiga, omodern, gammalmodigt
Τυχαίες λέξεις
Νταμάρι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: rov, byte, stenbrott, stenbrottet, brottet, quarry, brott
Μεταφράσεις: rov, byte, stenbrott, stenbrottet, brottet, quarry, brott