Άφεση στα τούρκικα

Μετάφραση: άφεση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafifleme, bağışlama, remisyon, iyileşme, düzelme
Άφεση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άφεση

άφεση χρέους χαρτόσημο, άφεση χρέους, έφεση συνώνυμο, άφεση αμαρτιών, άφεση λεξικό γλώσσας τούρκικα, άφεση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • άτυπος στα τούρκικα - resmi olmayan, gayri, kayıt dışı, gayrı, gayri resmi
  • άτυχος στα τούρκικα - şanssız, talihsiz, şanssız bir, unlucky, uğursuz
  • άφησα στα τούρκικα - solda, sol, let, izin, bildirin, izin ver, verelim
  • άφθονα στα τούρκικα - bol bol, bol, bol miktarda, bolca
Τυχαίες λέξεις
Άφεση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hafifleme, bağışlama, remisyon, iyileşme, düzelme