Αιφνιδιαστικά στα τούρκικα
Μετάφραση: αιφνιδιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birden, beklenmedik, beklenmedik biçimde, beklenmedik şekilde, beklenmedik bir şekilde, beklenmedik bir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιφνιδιαστικά
αιφνιδιαστικά βικιλεξικο, αιφνιδιαστικά ρώσοι πεζοναύτεσ στην λήμνο παρέλασαν σήμερα μήνυμα στην άγκυρα, αιφνιδιαστικά συνωνυμα, αιφνιδιαστικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, αιφνιδιαστικά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αιτών στα τούρκικα - aday, istekli, başvuru sahibi, Başvuran, başvuranın, Başvurucu
- αιφνίδιος στα τούρκικα - birdenbire, sert, sivri, keskin, ani, aniden, ani bir, ...
- αιχμάλωτος στα τούρκικα - esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
- αιχμή στα τούρκικα - doruk, nokta, benek, ayrıntı, tepe, bahşiş, zirve, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιφνιδιαστικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: birden, beklenmedik, beklenmedik biçimde, beklenmedik şekilde, beklenmedik bir şekilde, beklenmedik bir
Μεταφράσεις: birden, beklenmedik, beklenmedik biçimde, beklenmedik şekilde, beklenmedik bir şekilde, beklenmedik bir