Αιφνιδιαστικά στα σουηδικά
Μετάφραση: αιφνιδιαστικά, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
plötsligt, oväntat, raskande, överraskande, rask
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιφνιδιαστικά
αιφνιδιαστικά βικιλεξικο, αιφνιδιαστικά ρώσοι πεζοναύτεσ στην λήμνο παρέλασαν σήμερα μήνυμα στην άγκυρα, αιφνιδιαστικά συνωνυμα, αιφνιδιαστικά λεξικό γλώσσας σουηδικά, αιφνιδιαστικά στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αιτών στα σουηδικά - sökanden, sökande, sökandens, sökanden har, sökandes
- αιφνίδιος στα σουηδικά - spetsig, skarp, smart, amper, livlig, ivrig, slug, ...
- αιχμάλωτος στα σουηδικά - fånge, fångenskap, fången, företagsintern, företagsinterna, i fångenskap
- αιχμή στα σουηδικά - drickspengar, spets, prick, spetsa, punkt, dricks, topp, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιφνιδιαστικά στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: plötsligt, oväntat, raskande, överraskande, rask
Μεταφράσεις: plötsligt, oväntat, raskande, överraskande, rask