Λέξη: καγκελάριος

Σχετικές λέξεις: καγκελάριος

καγκελάριος wiki, καγκελάριος αντενάουερ, καγκελάριος βίσμαρκ, καγκελάριος μπρούνινγκ, καγκελάριος γερμανίας, καγκελάριος κορώνη, καγκελάριος αυστρίας, καγκελάριος σημασια, καγκελάριος μέρκελ, καγκελάριος μπίσμαρκ

Συνώνυμα: καγκελάριος

πρωτοσύγκελος, αρχιγραμματέας, πρύτανης

Μεταφράσεις: καγκελάριος

καγκελάριος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chancellor, Federal Chancellor

καγκελάριος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canciller, rector, el Canciller, la Canciller, canciller de

καγκελάριος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kanzler, Kanzler, Kanzlerin, Bundeskanzler

καγκελάριος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recteur, chancelier, chancelière, Chancellor, chancelier de

καγκελάριος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cancelliere, rettore, Chancellor, cancelliera, il Cancelliere

καγκελάριος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chanceler, Chancellor, reitor, a chanceler, o chanceler

καγκελάριος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kanselier, Chancellor, bondskanselier, kanselier van

καγκελάριος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
канцлер, канцлером, канцлера, ректор

καγκελάριος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kansler, kansleren, Chancellor

καγκελάριος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kansler, kanslern, förbundskansler

καγκελάριος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liittokansleri, kansleri, valtionpäämies, Chancellor, kanslerin, kansleriksi

καγκελάριος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kansler, Chancellor, forbundskansler, kansleren

καγκελάριος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kancléř, rektor, kancléřka, Chancellor, kancléřem, kancléře

καγκελάριος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanclerz, rektor, Chancellor, kanclerzem, kanclerza

καγκελάριος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kancellár, kancellárja, Chancellor, kancellárt

καγκελάριος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başbakan, şansölye, şansölyesi, rektörü, chancellor

καγκελάριος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
канцлер

καγκελάριος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kancelar, kancelari, Kancelarja, Kancelarja e, kryeministër

καγκελάριος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канцлер, канцлера, канцлер на, Ченсълър

καγκελάριος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канцлер, канцлерка

καγκελάριος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kantsler, rektor, kantsleri, Chancellor, liidukantsler, kantsleriks

καγκελάριος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kancelar, kancelarka, rektor, Chancellor, kancelara

καγκελάριος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kanslari, Chancellor, kanslara, að kanslari

καγκελάριος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kancleris, kanclerė, kanclerio, kancleriu, rektorius

καγκελάριος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanclers, kanclere, Chancellor, kanclera, kancleru

καγκελάριος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Канцеларката, канцеларот, канцелар, канцеларка

καγκελάριος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cancelar, cancelarul, cancelarului, chancellor

καγκελάριος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kancler, kanclerka, kanclerja, rektor, kanclerke

καγκελάριος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kancelár, kancelar, kancelára, kancelárom
Τυχαίες λέξεις