Αποσυνδέω στα τούρκικα
Μετάφραση: αποσυνδέω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesmek, bağlantı kesme, kesme, ayırma, bağlantısını kes
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποσυνδέω
αποσυνδέω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποσυνδέω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αποστροφή στα τούρκικα - antipati, apostrof, iğrenme, hoşlanmama, kaçınma, nefret, kaçınma durumu, ...
- αποσυναρμολογώ στα τούρκικα - yıkmak, yere sermek, knock down, devirmek, aşağı vurmak
- αποσυνθέτω στα τούρκικα - dağılmak, parçalamak, parçalanır, çözülmeye, parçalanmaya
- αποσύρομαι στα τούρκικα - çekilmek, çekilme, çekmek, geri çekme, çekilmeye
Τυχαίες λέξεις
Αποσυνδέω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kesmek, bağlantı kesme, kesme, ayırma, bağlantısını kes
Μεταφράσεις: kesmek, bağlantı kesme, kesme, ayırma, bağlantısını kes