Αποφεύγω στα τούρκικα
Μετάφραση: αποφεύγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakınmak, hile, kaçınmak, önlemek, bilmek, kaçının, engellemek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποφεύγω
αποφεύγω μετάφραση, αποφεύγω αγγλικά, αποφεύγω συνώνυμα, αποφεύγω αντίθετο, αποφεύγω αντώνυμο, αποφεύγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποφεύγω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αποφασιστικός στα τούρκικα - kesin, belirleyici, kararlı, kararlı bir, kesin bir
- αποφασιστικότητα στα τούρκικα - karar, azim, niyet, meram, belirleme, belirlenmesi, tayini, ...
- αποφοίτηση στα τούρκικα - mezuniyet, bitirme, mezun, Mezunluk
- αποφοιτώ στα τούρκικα - mezun, lisansüstü, lisans, mezunu, yüksek lisans
Τυχαίες λέξεις
Αποφεύγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sakınmak, hile, kaçınmak, önlemek, bilmek, kaçının, engellemek
Μεταφράσεις: sakınmak, hile, kaçınmak, önlemek, bilmek, kaçının, engellemek