Ιερατείο στα τούρκικα
Μετάφραση: ιερατείο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rahiplik, priesthood, rahipliği, papazlık, papazlar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερατείο
κόκκινο ιερατείο, βιοτεχνικό ιερατείο, αιγυπτιακό ιερατείο, ελληνικό ιερατείο, ιερατείο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιερατείο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ιερέας στα τούρκικα - bakan, papaz, papazı, chaplain, papazın, din görevlisi
- ιεραπόστολος στα τούρκικα - misyoner, misyonerlik, misyonerlerin, misyon, bir misyoner
- ιεροεξεταστής στα τούρκικα - engizisyon mahkemesi üyesi, Inquisitor, Engizisyon Mahkemesi, Engizisyoncu
- ιεροκήρυκας στα τούρκικα - vaiz, hatip, preacher, bir vaiz, vaizi
Τυχαίες λέξεις
Ιερατείο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: rahiplik, priesthood, rahipliği, papazlık, papazlar
Μεταφράσεις: rahiplik, priesthood, rahipliği, papazlık, papazlar