Διίσταμαι στα τσεχικά
Μετάφραση: διίσταμαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διίσταμαι
διίσταμαι αγγλικα, διίσταμαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, διίσταμαι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διέπω στα τσεχικά - ovládnout, určovat, vládnout, spravovat, ovládat, řídit, panovat, ...
- διήθηση στα τσεχικά - cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního
- δια στα τσεχικά - přes, podle, na, od, po, o
- διαίρεση στα τσεχικά - úsek, hranice, oddělení, obvod, divize, sekce, oddíl, ...
Τυχαίες λέξεις
Διίσταμαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají
Μεταφράσεις: rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají