Λέξη: επιβεβαίωση

Σχετικές λέξεις: επιβεβαίωση

επιβεβαίωση συνώνυμο, επιβεβαίωση email, επιβεβαίωση συνώνυμα, επιβεβαίωση αφμ, επιβεβαίωση α.φ.μ / vat vies validation, επιβεβαίωση iban, επιβεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, επιβεβαίωση στοιχείων απογραφήσ, επιβεβαίωση αμκα, επιβεβαίωση φορολογικής ενημερότητας

Συνώνυμα: επιβεβαίωση

βεβαίωση, μαρτυρία, επικύρωση, χρίσμα, επαλήθευση, επίρρωση

Μεταφράσεις: επιβεβαίωση

επιβεβαίωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reassurance, confirmation, affirmation, verification, confirm, confirming

επιβεβαίωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
confirmación, de confirmación, la confirmación, confirmación de, de confirmación de

επιβεβαίωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rückversicherung, Bestätigung, Bestätigungs, Anreise, bestätigt

επιβεβαίωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confirmation, la confirmation, de confirmation, une confirmation, confirmer

επιβεβαίωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conferma, di conferma, la conferma, conferma di, conferma della

επιβεβαίωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confirmação, de confirmação, a confirmação, confirmação de, confirmação da

επιβεβαίωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevestiging, de bevestiging, bevestigd, bevestiging van, een bevestiging

επιβεβαίωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смелость, перестрахование, успокаивание, ободрение, уверение, утешение, успокоение, заверение, перестраховка, подтверждение, подтверждения, подтверждением, утверждение, подтверждении

επιβεβαίωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekreftelse, bekreftelsen, bekreftelses, bekreftelse på

επιβεβαίωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekräftelse, bekräftelsen, bekräfta

επιβεβαίωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vahvistus, vahvistuksen, vahvistusta, vahvistaa, vahvistamista

επιβεβαίωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bekræftelse, bekræftet, en bekræftelse, bekræftelse af, bekræftelsen

επιβεβαίωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ujištění, potvrzení, potvrzovací, potvrzením, potvrzující

επιβεβαίωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wsparcie, otucha, zapewnienie, potwierdzenie, zatwierdzenie, potwierdzenia, potwierdzeniem

επιβεβαίωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
viszontbiztosítás, felbátorítás, megerősítés, megerősítést, megerősítő, visszaigazolást, visszaigazolás

επιβεβαίωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onay, doğrulama, Onaylama, teyit, onayi

επιβεβαίωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підтвердження, доказ

επιβεβαίωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vërtetim, konfirmim, konfirmimi, konfirmimin, konfirmimit

επιβεβαίωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
потвърждаване, потвърждение, за потвърждение, потвърждението

επιβεβαίωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пацвярджэнне, пацверджанне, пацьверджаньне

επιβεβαίωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnitus, kinnitamine, kinnituse, kinnitust, kinnitamise

επιβεβαίωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potvrda, potvrdu, potvrde, za potvrdu, se potvrda

επιβεβαίωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðfesting, staðfestingu, staðfesting á, staðfestingar, staðfest

επιβεβαίωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patvirtinimas, patvirtinimo, patvirtinimą, patvirtinti

επιβεβαίωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apstiprinājums, apstiprinājumu, apstiprinājuma, apliecinājums

επιβεβαίωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
потврда, потврдување, потврдата, потврда за, потврди

επιβεβαίωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
confirmare, confirmarea, de confirmare, confirmării, o confirmare

επιβεβαίωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potrditev, potrdilo, potrditve, potrditveno

επιβεβαίωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potvrdenie, potvrdenia, potvrdení, osvedčenie, osvedčenia

Στατιστικά δημοτικότητας: επιβεβαίωση

Τυχαίες λέξεις