Üksik στα ελληνικά

Μετάφραση: üksik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγες, λίγα, απόκοσμος, λίγοι, μόνος, μοναχικός, ασυντρόφευτος, λιγοστός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Üksik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astronoom στα ελληνικά - αστρονόμος, αστρονόμο, αστρονόμου, ο αστρονόμος, τον αστρονόμο
  • keelav στα ελληνικά - αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
  • kerimisrull στα ελληνικά - κύλισης, Μετακινηθείτε, Scroll, κύλισης για, κύλιση
Τυχαίες λέξεις
Üksik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγες, λίγα, απόκοσμος, λίγοι, μόνος, μοναχικός, ασυντρόφευτος, λιγοστός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας