Μοναχικός στα εσθονικά
Μετάφραση: μοναχικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksildasevõitu, üksildane, üksik, lonely, üksildase, üksikuna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναχικός
μοναχικός καβαλάρης imdb, μοναχικός λύκος βιβλιοπαιχνιδι, μοναχικόσ καβαλάρησ κριτική, μοναχικόσ χόρχε, μοναχικός άνθρωπος, μοναχικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, μοναχικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μοναδικός στα εσθονικά - ainulaadne, singular, ainsus, unikaalne, kordumatu, unikaalse, ainulaadse
- μοναξιά στα εσθονικά - üksildus, üksindus, üksinduse, üksindust, üksilduse
- μοναχός στα εσθονικά - üksi, üksinda, munk, Friar, vend, Kaputsiin, kloostrivend
- μονοκόμματος στα εσθονικά - tömp, pläru, nürima, ühes tükis, ühest tükist, alla ühes tükis, üks nupp
Τυχαίες λέξεις
Μοναχικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: üksildasevõitu, üksildane, üksik, lonely, üksildase, üksikuna
Μεταφράσεις: üksildasevõitu, üksildane, üksik, lonely, üksildase, üksikuna