Ασυντρόφευτος στα εσθονικά
Μετάφραση: ασυντρόφευτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksik, asyntrofeftos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυντρόφευτος
ασυντρόφευτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ασυντρόφευτος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ασυναρτησίες στα εσθονικά - lällutama, lalin, vulisema, plära, jama, jampsi, Papatus
- ασυνεπής στα εσθονικά - ebausaldusväärne, ebajärjekindel, vastuoluline, vastuolus, ole, vastuolulised
- ασυνόδευτος στα εσθονικά - järelevalveta, saateta, saatjata, ilma saatjata
- ασφάλεια στα εσθονικά - ohutus, kindlustus, tagatis, turvalisus, julgeolek, turvalisuse, julgeoleku, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυντρόφευτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: üksik, asyntrofeftos
Μεταφράσεις: üksik, asyntrofeftos