Ülesehitus στα ελληνικά

Μετάφραση: ülesehitus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνταγμα, δομή, Διάρθρωση, δομής, κατασκευή, τη δομή
Ülesehitus στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aje στα ελληνικά - ώθηση, παρόρμηση, παρακίνηση, παρότρυνση, ορμή
  • ammendama στα ελληνικά - εξάτμιση, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
  • kohustuma στα ελληνικά - αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
  • loobumine στα ελληνικά - αγανάκτηση, παραίτηση, άρσης, άρση, απαλλαγή από την υποχρέωση, απαλλαγής από την υποχρέωση
Τυχαίες λέξεις
Ülesehitus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνταγμα, δομή, Διάρθρωση, δομής, κατασκευή, τη δομή