Aineline στα ελληνικά
Μετάφραση: aineline, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απτός, ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aina στα ελληνικά - συνεχώς, πάντα, ποτέ, ολοένα, όλο
- aine στα ελληνικά - υπήκοος, ουσία, υποκείμενο, υπόθεση, αντικείμενο, ύλη, νοιάζομαι, ...
- ainepunkt στα ελληνικά - πίστωση, πιστωτικό, πίστωσης, πιστωτικής, πιστωτικών, πιστωτική
- ainevahetus στα ελληνικά - μεταβολισμός, μεταβολισμό, το μεταβολισμό, του μεταβολισμού, τον μεταβολισμό
Τυχαίες λέξεις
Aineline στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απτός, ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά
Μεταφράσεις: απτός, ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά