Ava στα ελληνικά

Μετάφραση: ava, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, οπή, χάσμα, τρύπα, άνοιγμα, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος
Ava στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auväärne στα ελληνικά - σεπτός, έντιμος, σεβάσμιος, σεβάσμια, σεβάσμιο, σεβάσμιου, αξιοσέβαστο
  • auväärsus στα ελληνικά - ευπρέπεια, αξιοπρέπειας, ευυποληψία, σεβασμιότητα, ευπρέπειας
  • aval στα ελληνικά - δημοσιεύονται, δημοσιεύθηκε, που δημοσιεύθηκε, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται
  • avaldaja στα ελληνικά - αιτών, εκδότης, εκδότη, εκδοτών, τον εκδότη, του εκδότη
Τυχαίες λέξεις
Ava στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, οπή, χάσμα, τρύπα, άνοιγμα, ανοίγματος, διάφραγμα, διαφράγματος