Diplom στα ελληνικά

Μετάφραση: diplom, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Diplom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dimensioon στα ελληνικά - διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
  • dinosaurus στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
  • diplomaadikohver στα ελληνικά - χαρτοφύλακας, διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
  • diplomaat στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
Τυχαίες λέξεις
Diplom στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που