Δίπλωμα στα εσθονικά
Μετάφραση: δίπλωμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diplom, lõputunnistus, diplomi, diplomit, diplomiga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίπλωμα
δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης εκπαιδευτή υποψηφίων οδηγών, δίπλωμα χαρτοπετσέτας, δίπλωμα αυτοκινήτου, δίπλωμα α2, δίπλωμα μοτοσυκλέτας, δίπλωμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, δίπλωμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δίοδος στα εσθονικά - maantee, läbikäik, tee, läbimine, koridor, möödumine, läbipääsu, ...
- δίπλα στα εσθονικά - kõrvuti, kõrval, ääres, servas, kõrvale, selle kõrval
- δίσκος στα εσθονικά - kirje, heliplaat, album, kandik, salvestus, ketas, plaadi, ...
- δίχτυ στα εσθονικά - võrgusilm, võre, rest, võrk, võrgustik, neto, net, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίπλωμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: diplom, lõputunnistus, diplomi, diplomit, diplomiga
Μεταφράσεις: diplom, lõputunnistus, diplomi, diplomit, diplomiga