Λέξη: αποσύρομαι
Σχετικές λέξεις: αποσύρομαι
αποσύρομαι αγγλικά, αποσύρομαι μετάφραση
Συνώνυμα: αποσύρομαι
υποχωρώ, παραχωρώ πάλι, αποτραβιέμαι, παλινωδώ, ανακαλώ, αποσύρω, υπαναχωρώ
Μεταφράσεις: αποσύρομαι
αποσύρομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
resign, retire, withdraw, retreat, recede, stand down, retract
αποσύρομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
resignar, dimitir, retirarse, desistir, retirar, retire, retirará, retirada
αποσύρομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zurücktreten, resignieren, pensionieren, ausscheiden, zurückziehen, widerrufen, abheben, entziehen
αποσύρομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abdiquer, résignons, révoquer, résigner, enlever, retirer, rétrograder, désister, reculer, rétracter, démissionner, abandonner, retirons, résignent, partir, retirent, se retirer, retrait, de retirer, retire
αποσύρομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ritirarsi, dimettersi, indietreggiare, abbandonare, ritirare, recedere, revocare, prelevare
αποσύρομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renunciar, jubilar, aposente, residência, resignar, renuncie, retirar, retire, retirar o, revogar, retirar a
αποσύρομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedanken, opgeven, afstaan, aftreden, uittreden, uitvallen, neerleggen, terugtrekken, intrekken, herroepen, trekken, te trekken
αποσύρομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выбывать, уволиться, освобождаться, освободиться, уединяться, удалиться, освобождать, оплачивать, уединиться, освободить, ретироваться, покоряться, уволить, отнекиваться, уходить, оставлять, изымать, выводить, вывести, отозвать, отзывать
αποσύρομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ta ut, trekke, trekke seg, trekke tilbake, ut
αποσύρομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
retirera, dra tillbaka, återkalla, dra, ta ut, dra sig tillbaka
αποσύρομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perääntyä, luopua, vetäytyä, erota, jättää, alistua, luovuttaa, peruuttaa, peruutettava, peruuttamaan, nostaa
αποσύρομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilbagekalde, trække, inddrage, trække sig, hæve
αποσύρομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvolat, stáhnout, odejít, vzdálit, ustoupit, rezignovat, postoupit, odebrat, zrušit, vybrat, odstoupit
αποσύρομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdymisjonować, iść, usuwać, przejść, ustąpić, cofać, wycofać, przechodzić, zrzekać, odchodzić, dymisjonować, rezygnować, odejść, ustępować, wycofać się, odstąpić, wycofania, cofnąć
αποσύρομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vissza, visszavonja, visszavonhatja, visszavonják, visszavonására
αποσύρομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekilmek, çekilme, çekmek, geri çekme, çekilmeye
αποσύρομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рештка, речовину, остача, рештку, кортеж, решту, остачу, вилучати, вилучатимуть, вилучатиме
αποσύρομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërheq, tërheqë, tërhiqet, të tërheqë, të tërhequr
αποσύρομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтегли, оттегли, оттеглят, се оттегли, оттегля
αποσύρομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адбіраць, канфіскоўваць, забіраць, выключаць, прыбраць
αποσύρομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasi võtma, kõrvaldama, tagasi, tühistada, tagasi võtta
αποσύρομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odlaziti, izdvojiti, umiroviti, napustiti, dati, povući, povuče, povlačenje, povuku, se povuče
αποσύρομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
draga, afturkalla, taka, draga sig út, afturkallað
αποσύρομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atšaukti, atsiimti, panaikinti, panaikina, pasitraukti
αποσύρομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsaukt, atsauc, izņemt, izstāties, anulēt
αποσύρομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повлече, се повлече, се повлечат, повлечат, повлекување
αποσύρομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
retrage, retragă, retrag, se retragă, retragere
αποσύρομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umaknejo, umakne, umakniti, umik, prekliče
αποσύρομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrušiť, zrušenie, odvolať