Ekstraheerimine στα ελληνικά

Μετάφραση: ekstraheerimine, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
Ekstraheerimine στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekstaatiline στα ελληνικά - εκστατικός, εκστατική, εκστατικό, εκστατικής, εκστατικά
  • ekstensiivne στα ελληνικά - εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
  • ekstraktor στα ελληνικά - απαγωγέας, απορροφητήρα, απορροφητήρας, εξολκέα, εκχυλιστή
  • ekstravagantne στα ελληνικά - πολυδάπανος, απλοχέρης, υπερβολικός, εξωφρενικές, υπερβολικές, υπερβολικό
Τυχαίες λέξεις
Ekstraheerimine στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως