Κατάχρηση στα αγγλικά

Μετάφραση: κατάχρηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embezzlement, abuse, misappropriation, misuse, abuse of, misuse of
Κατάχρηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: κατάχρηση

abuse
  • κατάχρηση
  • ύβρις
graft
  • δωροδωκία
  • κατάχρηση
  • εμβόλιο
peculation
  • κατάχρηση
malpractice
  • αδίκημα
  • κακή πράξη
  • παράνομη πράξη
  • κατάχρηση
  • αμέλεια γιατρού
embezzlement
  • υπεξαίρεση
  • κατάχρηση
intemperance
  • ακράτεια
  • κατάχρηση
malversation
  • κατάχρηση
misappropriation
  • υπεξαίρεση
  • κατάχρηση

Σχετικές λέξεις: κατάχρηση

κατάχρηση εξουσίας ταινία, κατάχρηση εξουσίας (1971), κατάχρηση εξουσίας από δημόσιο υπάλληλο, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατάχρηση εξουσίας νόμος, κατάχρηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, κατάχρηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • κατάσχω στα αγγλικά - seize, confiscate, sequestrate, impound, foreclose, garnishee
  • κατάφορτος στα αγγλικά - fraught
  • κατέχω στα αγγλικά - own, possess, hold, occupy, I possess, I own
  • κατήγορος στα αγγλικά - prosecutor, accuser, incriminator, plaintiff, prosecution
Τυχαίες λέξεις
Κατάχρηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: embezzlement, abuse, misappropriation, misuse, abuse of, misuse of