Elektrik στα ελληνικά
Μετάφραση: elektrik, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elektrifitseerima στα ελληνικά - ηλεκτροδοτώ, ηλεκτρίζω, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν
- elektrifitseerimine στα ελληνικά - εξηλεκτρισμός, Ηλεκτροκίνηση, Ηλεκτροδότηση, Electrification, ηλεκτροδοτήσεως
- elektrikatkestus στα ελληνικά - συσκότιση, συσκότισης, διακοπή ρεύματος, μπλακάουτ, blackout
- elektrilahendus στα ελληνικά - απολύω, εκροή, άφεση, εκπυρσοκρότηση, ηλεκτρική εκκένωση, ηλεκτρικής εκκένωσης, ηλεκτρικής εκκενώσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Elektrik στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
Μεταφράσεις: ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να