Ηλεκτρολόγος στα εσθονικά
Μετάφραση: ηλεκτρολόγος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elektrik, elektriku, elektrikul, elektrikuga, elektriku poole
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλεκτρολόγος
ηλεκτρολόγος μηχανικός θέσεις εργασίας, ηλεκτρολόγος παλαιό φάληρο, ηλεκτρολόγος ζωγράφου, ηλεκτρολόγος εργασία, ηλεκτρολόγος μηχανικός, ηλεκτρολόγος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ηλεκτρολόγος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ηλεκτροδοτώ στα εσθονικά - elektrifitseerima, innustama, laadima, electrifies
- ηλεκτροκαρδιογράφημα στα εσθονικά - elektrokardiogramm, elektrokardiogrammi, elektrokardiogrammis, elektrokardiogrammil, elektrokardiograafiline
- ηλεκτρονικός στα εσθονικά - elektrooniline, elektroonilise, elektrooniliste, elektroonilised, elektroonilisi
- ηλιακός στα εσθονικά - päikese-, päikese, päikeseenergia, solar, päikesepaneelide
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρολόγος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: elektrik, elektriku, elektrikul, elektrikuga, elektriku poole
Μεταφράσεις: elektrik, elektriku, elektrikul, elektrikuga, elektriku poole